Συγκλονίζουν οι καταθέσεις των μαρτύρων για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Περιγράφουν ολιγωρία των Αρχών, ενώ τονίζουν ότι θα μπορούσε να είχε
αποφευχθεί η τραγωδία.«Άφησα τη μητέρα μου να καεί για να τρέξω να σωθώ εγώ και να ζήσω την οικογένεια μου» ανέφερε ο Αθανάσιος Μωραΐτης περιγράφοντας στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο τις τραγικές στιγμές που βίωσε στην πυρκαγιά στο Μάτι.
Ο μάρτυρας παραθέριζε για πολλά χρόνια στο Κόκκινο Λιμανάκι και βλέποντας αρχικά τη φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη θεώρησε ότι είναι υπό έλεγχο. «Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος, εμφανίστηκε από τη πλευρά που ονομάζεται ζούγκλα. Μέσα σε 1,5 λεπτό έφτασε στο σπίτι μας. Είχαμε φορτώσει το αυτοκίνητο και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Χάσαμε τα κλειδιά του αυτοκινήτου εξαιτίας της κατάστασης. Βέβαια και να παίρναμε το αμάξι δεν ξέρω τι θα γινόταν. Όταν μας έφτασε η φωτιά ερχόταν ένα θερμικό κύμα παρά πολύ καυτό. Αναφλεγόντουσαν τα πάντα. Καιγόντουσαν τα φώτα, τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Δεν έβρισκα τα κλειδιά και είπα στη σύζυγο και το γιο μου να φύγουν τρέχοντας, εγώ θα εμένα πίσω να σώσω τη μητέρα μου. Ήταν 92 χρόνων. Είχε παγώσει δε μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο. Με χτύπησε το θερμικό κύμα, έχω εγκαύματα στην πλάτη, τα χέρια. Τότε σκέφτηκα ότι έχω οικογένεια. Άφησα τη μητέρα μου να καεί για να τρέξω να σωθώ εγώ και να ζήσω την οικογένεια μου» είπε φορτισμένος.
Όπως εξήγησε, πρόλαβε την οικογένεια του και έφτασαν στη θάλασσα όπου έμειναν για 3-4 ώρες στο νερό. «Είχε φοβερά πυκνό καπνό. Ξέπλεναμε ρουθούνια και στόμα ώστε να μη μπει ο καπνός μέσα μας και κάνει μεγάλη ζημιά. Μείναμε στη θάλασσα 3-4 ώρες. Μας φόρτωσαν στα καΐκια. Μας άφησαν στο μώλο κι εκεί υπήρχαν 1-2 λιμενικοί που μας είπαν να προχωρήσουμε προς ένα σημείο. Καθόλου ασθενοφόρα. Πήγα στο λιμεναρχείο να αναφέρω το χαμό της μητέρας μου. Αυτό ήταν στις 10 η ώρα. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι δεν υπήρχαν νεκροί εκείνη την ώρα ήταν ψέμματα. Είμαι σε ένα κράτος που δε νοιάζεται για εμάς, δεν έχω εμπιστοσύνη».
«Την ώρα που έλεγαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί, εγώ ρωτούσα πού να παω την νεκρή μητέρα μου»
Το πώς εντόπισε τη νεκρή μητέρα του αλλά και την πλήρη ολιγωρία των Αρχών περιέγραψε ο Δημήτρης Σιαπέρας που έχασε τη μητέρα του στη φονική πυρκαγιά.
«Στις 7 το απόγευμα ήμουν στη εργασία μου. Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα και με ενημέρωσε ένας γείτονας ότι έχει φωτιά στο Νέο Βουτζά και ότι οι γονείς του έφυγαν και δεν ξέρει για τους δικούς μου. Έφτασα στο Νέο Βουτσά και βρήκα τον πατέρα μου. Του λέω που είναι η μητέρα μου; Μου λέει δεν ξέρω. Την περίμενα στο αμάξι. Εγκλωβίστηκε της είπε να κατέβει από άλλη πλευρά, πήγε την περίμενε αλλά δεν κατέβηκε ποτέ. Έκανα μια πρώτη προσπάθεια να φτάσω στο σπίτι. Η φωτιά είχα περάσει αλλά οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καλές και φοβήθηκα και γυρισα πίσω. Λίγο αργότερα έκανα μια δεύτερη προσπάθεια να φτάσω σπίτι. Ακολούθησα το δρόμο που υπέδειξε ο πατέρας μου στη μητέρα μου. Τη βρήκα. Αλλοιωμένη, όχι απανθρακωμένη. Είχε περάσει η φωτιά γρήγορα» είπε ο μάρτυρας.
Ο ίδιος ξέσπασε αργότερα λέγοντας πως «την ώρα που έλεγαν ότι δεν υπάρχουν νεκροί, εγώ έπαιρνα και ρωτούσα πού να πάρω την νεκρή μητέρα μου. Θέλω να το πω αυτό. Όταν βρήκα ένα πυροσβεστικό αργότερα μου είπαν ότι είχαν εντολή να μην κουνηθούν από εκεί!».
Κατάθεση έδωσε και η Κωνσταντίνα Σιαπέρα, η οποία αναφέρθηκε σε όσα της περιέγραψε εκείνη την ώρα ο πατέρα της από το τηλέφωνο. «Κάποια στιγμή μίλησα με τον πατέρα μου και μου είπε «έχουμε καεί, έσωσα μια γυναίκα …». Ρώτησα που είναι η μητέρα μου. Μου είπε «δεν ξέρω»…. Κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί. Άρχισα να τηλεφωνώ στα νοσοκομεία. Ο αδελφός μου πήγαινε ήδη προς το Ν. Βουτζά για να ψάξει. Ήξερα ότι αν η μητέρα μου ήταν στη ζωή θα μας είχε πάρει. Θυμόνταν όλα τα τηλέφωνά μας. Τα βρήκε ο αδελφός μου στο σπίτι του θείου μου ….Δε είχε καεί, είχε περάσει το θερμικό κύμα και έτσι είχε πεθάνει. Αιτία θανάτου ήταν «θερμικά εγκαύματα». Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν έφυγαν. Μου είπε ότι δεν τους ειδοποίησαν, ότι δεν υπήρχε κανείς. Ότι ζητούσε βοήθεια και δεν υπήρχε κανείς. Κανένα σχέδιο. Άδικα έφυγαν τόσοι άνθρωποι. Στη Κινέτα που ήταν η θεία μου είχαν πάρει εντολή για εκκένωση, δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο διαφορετική ενημέρωση».
Την μητέρα του έχασε και ο Ορέστης Τσίντζας κατά τη διάρκεια της φωτιάς, ο οποίος εκείνες τις ημέρες είχε φτάσει στην Ελλάδα και φιλοξενούνταν από τη μητέρα του. «Το μεσημέρι της Δευτέρας μίλησα με τη μητέρα μου που βρισκόταν στην τράπεζα στη Νέα Μάκρη. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μίλησα μαζί της. Η μητέρα μου νοίκιαζε ένα σπίτι στην περιοχή από την οικογένεια Κατσαργύρη και απανθρακώθηκε μαζί με τον Βασιλη Κατσαργύρη στο αυτοκίνητο. Μου είπαν ότι δεν υπήρχε σχέδιο και ο καθένας αποφάσιζε πως θα πράξει μόνος του. Η μητέρα μου και ο Βασίλης Κατσαργύρης θα έφευγαν με ένα αυτοκίνητο. Προσπάθησαν να φύγουν από την πύλη που ήταν πιο κοντά στο σπίτι, αν και η φωτιά έφτασε γρηγορότερα εκεί. Βρήκαν το αυτοκίνητο σε ένα χαντάκι και τους δυο μέσα απανθρακωμένους» είπε ο μάρτυρας και συμπλήρωσε: «Γύρισα το επόμενο το πρωί θεωρώντας ότι η μητέρα μου είναι αγνοούμενη…. Έδωσα δείγμα dna και έγινε η ταυτοποίηση. Ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν…».