Ποια τα αίτια;
Τα ερεθίσματα που προκαλούν οξέα επεισόδια άσθματος μπορούν να ταξινομηθούν σε επτά βασικές κατηγορίες: αλλεργικά, φαρμακολογικά, σχετιζόμενα με τον χώρο εργασίας και το είδος της, λοιμώδη, σχετιζόμενα με την φυσική άσκηση και ψυχολογικής φύσης.
Πιο συγκεκριμένα, το αλλεργικό άσθμα αποτελεί ιδιαιτέρως συχνή νόσο με σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο. Η συχνότητα του άσθματος ολοένα και αυξάνει σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ σχετίζεται με ατομικό ή/ και οικογενειακό ιστορικό αλλεργικών νοσημάτων, όπως είναι η ρινίτιδα, η ουρτικάρια και το έκζεμα, με θετικές δερματοαντιδράσεις, με αυξημένα επίπεδα ανοσοσφαιρίνης IgE στον ορό. Εξαρτάται, λοιπόν, από την παρουσία αυτών των ανοσοσφαιρινών σε αυξημένο ποσοστό. Η αύξηση αυτή ελέγχεται από τα Β και τα Τ- λεμφοκύτταρα. Οι ασθματικές κρίσεις εκλύονται μετά από την αλληλεπίδραση του αλλεργιογόνου με τα μόρια των IgE ανοσοσφαιρινών που είναι προσκολλημένα πάνω στην επιφάνεια των ιστιοκυττάρων. Το κυτταρικό υπόβαθρο ή αλλιώς το επιθήλιο των αεραγωγών περιέχει κύτταρα που δεσμεύουν και παρουσιάζουν το αντιγόνο (αλλεργιογόνο μόριο), οπότε και πυροδοτείται η αντίδραση απελευθέρωσης ανοσοσφαιρινών και η ενεργοποίηση της αλλεργικής αντίδρασης.
Τα περισσότερα αλλεργιογόνα που προκαλούν το άσθμα είναι αερογενή και προκειμένου να προκαλέσουν ευαισθητοποίηση πρέπει να είναι σε αφθονία για σημαντικά χρονικά διαστήματα. Όταν συμβεί ευαισθητοποίηση ωστόσο, ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει σημαντική αντιδραστικότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ελάχιστες ποσότητες από τον υπεύθυνο παράγοντα να μπορούν να προκαλέσουν αξιοσημείωτες εξάρσεις της νόσου. Άρα ακόμη και η παραμικρή έκθεση σε μικρή ποσότητα του υπεύθυνου αντιγόνου μπορεί να προκαλέσει ασθματική κρίση.Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι το αλλεργικό άσθμα παρουσιάζει εποχιακή κατανομή. Αυτό είναι ιδιαιτέρα συνηθισμένο σε παιδιά και νέους ενήλικες. Οι περιπτώσεις που οφείλονται σε πούπουλα, τρίχωμα ζώων, ακάρεα της σκόνης, σπόρους μυκήτων και άλλα είδη αντιγόνων που συναντώνται διαρκώς στην ατμόσφαιρα δεν παρουσιάζουν εποχιακή κατανομή.
Η έκθεση σε κάποιο αλλεργιογόνο προκαλεί, κατά κανόνα, μία άμεση αντίδραση, όπου η απόφραξη των αεραγωγών αναπτύσσεται μέσα σε λίγα λεπτά και ακολούθως υποχωρεί. Πολλές φορές ακολουθεί η όψιμη αντίδραση, δηλαδή ένα δεύτερο κύμα βρογχόσπασμου μερικές ώρες μετά την κυρίως κρίση. Ο μηχανισμός με τον οποίο ένα εισπνεόμενο αντιγόνο προκαλεί την εμφάνιση ασθματικής κρίσης συνιστάται εν μέρει στην αλληλεπίδραση αντιγόνου-αντισώματος στην επιφάνεια των πνευμονικών μαστοκυττάρων (υπεύθυνα κύτταρα), η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνθεση και απελευθερωση μεσολαβητών της αντίδρασης άμεσης υπερευαισθησίας.
Σύμφωνα με νεότερες θεωρίες, μικρά αντιγονικά σωματίδια διαπερνούν τους αμυντικούς μηχανισμούς των πνευμόνων και έρχονται σε επαφή με τα μαστοκύτταρα του επιθηλίου του αυλού των κεντρικών αεραγωγών. Η επακόλουθη σύνθεση και απελευθέρωση μεσολαβητών πυροδοτεί την κρίση που προαναφέραμε.
Ποια τα συμπτώματα του Αλλεργικού Άσθματος;
Το κυριότερο παθοφυσιολογικό χαρακτηριστικό στο άσθμα είναι η ελάττωση της διαμέτρου του αυλού των αεραγωγών. Αυτή προκαλείται από τη σύσπαση των λείων μυικών ινών των βρόγχων, την αγγειακή συμφόρηση, το οίδημα του τοιχώματος των βρόγχων και την παρουσία πυκνόρρευστων εκκρίσεων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση της αντίστασης των αεραγωγών, η ελάττωση του όγκου αέρα που αποβάλλεται κατά τη διάρκεια δυναμικής εκπνοής και διαταραχές στην κατανομή του αερισμού και της αιμάτωσης των πνευμόνων.
Κλινικά το άσθμα παρουσιάζει την ακόλουθη χαρακτηριστική τριάδα συμπτωμάτων: δύσπνοια, βήχας και συριγμός. Το τελευταίο μάλιστα θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Στην πλέον τυπική μορφή του, το άσθμα αποτελεί μία παροξυσμικά εμφανιζόμενη νόσο στην οποία εμφανίζονται και τα τρία προαναφερθέντα συμπτώματα. Κατά την έναρξη μιας κρίσης, ο ασθενής αισθάνεται συσφιγκτικό άλγος στο στήθος και συχνά συνυπάρχει μη παραγωγικός βήχας. Ο ήχος της αναπνοής του γίνεται τραχύς, ενώ διαπιστώνεται συριγμός και στις δύο φάσεις της αναπνοής, παράταση εκπνοής και συχνά ταχύπνοια, ταχυκαρδία και ήπια συστολική υπέρταση.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι πνεύμονες υπερδιατείνονται και αυξάνεται η διάμετρος του θώρακα. Σε βαριά κρίση, μπορεί να μη γίνονται ακουστοί οι πρόσθετοι ήχοι της αναπνοής ακροαστικά και ο συριγμός να γίνεται εξαιρετικά υψηλής συχνότητας. Ακόμη μπορεί να γίνεται ορατή σε βαριές κρίσεις η σύσπαση των επικουρικών αναπνευστικών μυών. Το τέλος μιας ασθματικής κρίσης σημαίνεται συχνά με βήχα και αποβολή πυκνόρρευστης, ινώδους βλέννης, η οποία παίρνει τη μορφή κυλίνδρων σαν τους αεραγωγούς. Λιγότερο τυπική σε περιπτώσεις άσθματος είναι η αναφορά από τον ασθενή διαλειπόντων επεισοδίων μη παραγωγικού βήχα ή δύσπνοια μετά την κόπωση.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η διάγνωση του άσθματος γίνεται με την διαπίστωση αντιστρεπτού βρογχόσπασμου. Αυτό συμβαίνει, όταν παρατηρείται αύξηση της τιμής του FEV1 (βεβιασμένη εκπνοή ή ταχέως εκπνεόμενος όγκος αέρα (σε λίτρα) σ’ ένα δευτερόλεπτο) κατά 15% (ή παραπάνω) μετά την χορήγηση 2 εισπνοών β-αδρενεργικού διεγέρτη. Στην περίπτωση που η σπιρομέτρηση είναι αρχικά φυσιολογική, είναι δυνατόν να γίνει η διάγνωση του άσθματος με τις δοκιμασίες πρόκλησης με διάφορες ουσίες. Από τη στιγμή που θα μπει η διάγνωση, η πορεία της νόσου και η αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής αγωγής παρακολουθούνται με μετρήσεις της μέγιστης εκπνευστικής ταχύτητας ροής (PEFR) στο σπίτι ή του FEV1 στο εργαστήριο.
Οι δερματικές δοκιμασίες μπορεί να είναι θετικές (με εκδήλωση αντίδρασης πομφού και ερυθρότητας) σε ποικίλα αλλεργιογόνα, το εύρημα όμως αυτό δεν σχετίζεται απαραίτητα με τις διαταραχές που παρουσιάζουν οι πνεύμονες. Το ποσοστό των εωσηνόφιλων στο αίμα και στα πτύελα και οι μετρήσεις των επιπέδων των IgE είναι επιβοηθητικά, αλλά όχι ειδικά στοιχεία για το άσθμα. Στις απλές ακτινογραφίες θώρακα μπορεί να ανευρίσκεται υπερδιάταση των πνευμόνων, αλλά το εύρημα αυτό δεν είναι διαγνωστικό.
Ποια η θεραπευτική αντιμετώπιση;
Το πλέον αποτελεσματικό μέτρο αντιμετώπισης του αλλεργικού άσθματος είναι η απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα από το περιβάλλον του ασθενούς. Επιπλέον, η απευαισθητοποίηση ή η ανοσοθεραπεία με εκχυλίσματα των υπόπτων αλλεργιογόνων είναι ευρέως διαδεδομένη. Τέλος, τα διαθέσιμα φάρμακα για τη θεραπεία του άσθματος διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα φάρμακα που αναστέλλουν τη σύσπαση των λείων μυικών ινών, δηλαδή τα αποκαλούμενα “ταχέως δρώντα ανακουφιστικά” και τα φάρμακα που παρεμβαίνουν στις διεργασίες της φλεγμονής, δηλαδή τα “φάρμακα μακροπρόθεσμου ελέγχου”. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι β-αδρενεργικοί διεγέρτες, οι μεθυλοξανθίνες και τα αντιχολινεργικά, ενώ στην δεύτερη κατηγορία τα γλυκοκορτικοειδή (κατά κύριο λόγο εισπνεόμενα), οι παράγοντες σταθεροποίησης των μαστοκυττάρων, οι μακράς δράσης β2-διεγέρτες, οι τροποποιητές των λευκοτριενίων καθώς και συνδυασμοί των φαρμάκων.
Η αποτελεσματικότερη μέθοδος αντιμετώπισης των ασθματικών κρίσεων απαιτεί μια συστηματική προσέγγιση βασισμένη στην επιθετική χρήση συμπαθητικομιμητικών παραγόντων και στη συνεχή καταγραφή των παραμέτρων βελτίωσης. Ο κύριος στόχος της χρόνιας θεραπείας είναι να επιτευχθεί μια σταθερή, ασυμπτωματική κατάσταση με την καλύτερη δυνατή πνευμονική λειτουργία, χρησιμοποιώντας βέβαια την ελάχιστη δυνατή φαρμακευτική αγωγή. Οι κατευθυντήριες οδηγίες είναι σαφής και στοχεύουν στην καλή ποιότητα ζωής του ασθενούς με όσο το δυνατόν λιγότερες παροξύνσεις, κανένας περιορισμός στην αθλητική δραστηριότητα που επιθυμεί ο ασθενής, ελάχιστη δυνατή χρήση βραχείας δράσης β2 διεγερτών και καθόλου ανεπιθύμητες ενέργειες από την θεραπεία που εφαρμόζεται.
Πρόληψη Αλλεργικού Άσθματος
Η πρόληψη εμφάνισης άσθματος σε ασθενείς είναι βασικός θεμέλιος λίθος της σωστής θεραπείας. Ο κάθε ασθενής οφείλει να λαμβάνει την σωστή αγωγή μετά από προσωποποιημένη προσέγγιση από τον ειδικό θεράποντα και φυσικά να είναι ορθά εκπαιδευμένος να αντιμετωπίσει την κρίση του, αλλά κυρίως να αποφεύγει τα αλλεργιογόνα που αποδεδειγμένα τον ενοχλούν. Για παράδειγμα έχει βρεθεί πως πολλοί ενήλικες με αλλεργική ρινίτιδα παρουσιάζουν αναπνευστικό άσθμα και η πρόληψη είναι εφικτή με δύο τρόπους: πρώτον, με τη σωστή συμπτωματική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας, δηλαδή με τη χρήση αντιφλεγμονώδους αγωγής για το κατάλληλο χρονικό διάστημα, και δεύτερον, με την ειδική ανοσοθεραπεία, δηλαδή την επανεκπαίδευση του αμυντικού συστήματος, ώστε να μην αναγνωρίζει ως εχθρό τα αλλεργιογόνα και να μην προκαλεί αλλεργία κατά την επαφή με αυτά.