Η ζωή μας είναι υφασμένη με όνειρα.
Μικρά και μεγάλα, συνηθισμένα ή σπάνια. Όνειρα που ο καθένας μας κάνει ακουμπώντας στο μαξιλάρι, από τότε που ήταν παιδί.
Κλείνει τα μάτια και μπλέκει στα μαγικά υφάδια της φαντασίας. Μεταφέρεται σε κόσμους μαγικούς, με χρώματα έντονα.
Γίνεται ο ήρωας του παραμυθιού του, ο ταξιδευτής του δικού του σύμπαντος.
Μεγαλώνουμε με τα όνειρα.
Είναι κομμάτι δικό μας, αγαπημένο.
Είναι εμείς. Η βαθύτερη ουσία και η πιο ευαίσθητη πλευρά μας. Η πιο χαλαρή, η πιο τολμηρή, η πιο σπινθηροβόλα.
Είναι ο αόρατος φίλος μας κι ακολουθούν την πορεία της ζωής μας.
Την παρακολουθούν και την κρίνουν. Ιδίως, όταν τα αφήνουμε στην άκρη για τα «πρέπει», τα «μήπως» και τα «ίσως και να μην» που μας κατατρέχουν.
Όταν αφήνουμε τη ζωή μας να την οδηγήσουν κοινωνικές επιταγές, γονικές συναινέσεις κι άλλοι κοινοί και μη κοινοί παρονομαστές.
Όταν αφήνουμε, αυτό που θέλουμε να είμαστε, αυτό που θέλουμε να κυνηγήσουμε, στην άκρη από φόβο.
Τα όνειρα λιγνεύουν στο φόβο. Μικραίνουν, ξεθωριάζουν.
Γίνονται ασθενικά, λιπόσαρκα, ημιθανή.
Φοβάμαι να διεκδικήσω τα όνειρα μου σημαίνει φοβάμαι να ζήσω όπως επιθυμώ.Σημαίνει πως αφήνω τη ζωή και την ευτυχία μου σε χέρια ξένα.
Σημαίνει καταδικάζομαι στην πιο σκληρή μοναξιά. Εκείνη τη μοναξιά του απλού ύπνου. Του δίχως χρώμα, δίχως φτερά, δίχως ελπίδα.
Πέτυχα πριν λίγες μέρες ένα φίλο από τα παλιά. Συμφοιτητές τότε, μετρούσαμε στόχους κι όνειρα. Θέλαμε κάτι άλλο από αυτό που επέλεξαν οι γονείς μας για μας. Κάτι διαφορετικό από αυτό που η κοινωνία θεωρούσε καταξιωμένο: ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός. Εκείνος ήθελε να ταξιδεύει. Εγώ πάλι χανόμουν στο χορό και το γράψιμο.
Τα λαχταρούσαμε και οι δύο και τα στερούμαστε χαμένοι σε στατικές και μηχανικές.Χαμένοι σε όνειρα άλλων. Που μας μεγάλωσαν, μας έθρεψαν και που τους χρωστούσαμε. Γιατί πάντα ο άνθρωπος κάπου χρωστάει.
Επίκληση στο συναίσθημα, στο σεβασμό μα πάνω από όλα στην ευγνωμοσύνη. Στο γονιό που στερήθηκε, που ονειρεύτηκε με βάση τα δικά του δεδομένα, που προγραμμάτισε και που με κάποιον τρόπο «διέταξε» και δρομολόγησε.
14 χρόνια μετά, σύμφωνοι με τις κοινωνικές και γονικές επιταγές και οι δυο, με διπλώματα καδραρισμένα σε τοίχους, βρεθήκαμε να ξαναπιάνουμε τα όνειρα από εκεί που τα αφήσαμε.
Εκείνος
ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Όσο για μένα, όταν τα πόδια δε χορεύουν, με διαβάζετε. Έχουμε συστηθεί, γνωριζόμαστε πλέον καλά.
Αργήσαμε λίγο να κυνηγήσουμε τα όνειρα μας, ίσως να πιστέψαμε στις ώρες της μεγάλης μας απαισιοδοξίας πως τα είχαμε παντοτινά χάσει, αλλά όχι.
Ήταν απλά όνειρα που αφήσαμε μισά.
Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν μέσα μας είχαν πια αποσαφηνιστεί τα «πρέπει» και τα «μην» αυτού του κόσμου, που γεννήθηκε με χίλια στόματα για να μιλάνε όλα, κάναμε αυτό που μας υπαγόρευε το μέσα μας.
Ίσως δε γεννηθήκαμε επαναστάτες.
Ίσως και να είναι λίγοι αυτοί που μπορούν να πατήσουν πόδι και να διεκδικήσουν, κόντρα σε όλους, αυτό που αλήθεια επιθυμούν.
Αυτοί που έχουν απαρασάλευτα μέσα τους δεμένο το όνειρο. Που το υπερασπίζονται και γίνονται οι μαχητές του.
Αλλά είναι και πολλοί που δεν μπορούν να το κάνουν. Όπως εγώ, όπως εκείνος, όπως ενδεχομένως και πολλοί από σας.
Είμαστε εμείς, που αφήσαμε όνειρα μισά. Μα που ποτέ δεν τα ξεχάσαμε.
Κάναμε το χρέος μας απέναντι σε όσα η λογική μας υπαγόρευε, μεγαλώσαμε οικογένειες, παιδιά, ευχαριστήσαμε γονείς και σόγια, αποκατασταθήκαμε.
Κι ήρθε κάποια στιγμή, που στο γύρισμα προς τον καθρέφτη, είδαμε μια μικρή σπίθα να λάμπει στα μάτια μας.
Ένα άτακτο παιχνίδισμα που μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι.
Είναι
το σήμα πως το παιχνίδι ξεκινά ξανά.
Πως κανένα όνειρο δεν πεθαίνει, αν εμείς οι ίδιοι δεν το σκοτώσουμε. Αν δεν το ξεχάσουμε. Ό,τι αφήσαμε στη μέση θα έρθει η στιγμή που θα το ολοκληρώσουμε. Θα επιστρέψουμε στον τόπο των πιο όμορφων, των πιο γλυκών, νεανικών ή μη ελπίδων μας και θα το ολοκληρώσουμε.
Γιατί τα όνειρα φτιάχτηκαν με υπομονή. Και μας περιμένουν.
Και ποτέ δεν ησυχάζουν αν δεν ολοκληρωθούν.
Κι εδώ
που τα λέμε και πολύ καλά κάνουν.
diaforetiko
Via
Μικρά και μεγάλα, συνηθισμένα ή σπάνια. Όνειρα που ο καθένας μας κάνει ακουμπώντας στο μαξιλάρι, από τότε που ήταν παιδί.
Κλείνει τα μάτια και μπλέκει στα μαγικά υφάδια της φαντασίας. Μεταφέρεται σε κόσμους μαγικούς, με χρώματα έντονα.
Γίνεται ο ήρωας του παραμυθιού του, ο ταξιδευτής του δικού του σύμπαντος.
Μεγαλώνουμε με τα όνειρα.
Είναι κομμάτι δικό μας, αγαπημένο.
Είναι εμείς. Η βαθύτερη ουσία και η πιο ευαίσθητη πλευρά μας. Η πιο χαλαρή, η πιο τολμηρή, η πιο σπινθηροβόλα.
Είναι ο αόρατος φίλος μας κι ακολουθούν την πορεία της ζωής μας.
Την παρακολουθούν και την κρίνουν. Ιδίως, όταν τα αφήνουμε στην άκρη για τα «πρέπει», τα «μήπως» και τα «ίσως και να μην» που μας κατατρέχουν.
Όταν αφήνουμε τη ζωή μας να την οδηγήσουν κοινωνικές επιταγές, γονικές συναινέσεις κι άλλοι κοινοί και μη κοινοί παρονομαστές.
Όταν αφήνουμε, αυτό που θέλουμε να είμαστε, αυτό που θέλουμε να κυνηγήσουμε, στην άκρη από φόβο.
Τα όνειρα λιγνεύουν στο φόβο. Μικραίνουν, ξεθωριάζουν.
Γίνονται ασθενικά, λιπόσαρκα, ημιθανή.
Φοβάμαι να διεκδικήσω τα όνειρα μου σημαίνει φοβάμαι να ζήσω όπως επιθυμώ.Σημαίνει πως αφήνω τη ζωή και την ευτυχία μου σε χέρια ξένα.
Σημαίνει καταδικάζομαι στην πιο σκληρή μοναξιά. Εκείνη τη μοναξιά του απλού ύπνου. Του δίχως χρώμα, δίχως φτερά, δίχως ελπίδα.
Πέτυχα πριν λίγες μέρες ένα φίλο από τα παλιά. Συμφοιτητές τότε, μετρούσαμε στόχους κι όνειρα. Θέλαμε κάτι άλλο από αυτό που επέλεξαν οι γονείς μας για μας. Κάτι διαφορετικό από αυτό που η κοινωνία θεωρούσε καταξιωμένο: ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο μηχανικός. Εκείνος ήθελε να ταξιδεύει. Εγώ πάλι χανόμουν στο χορό και το γράψιμο.
Τα λαχταρούσαμε και οι δύο και τα στερούμαστε χαμένοι σε στατικές και μηχανικές.Χαμένοι σε όνειρα άλλων. Που μας μεγάλωσαν, μας έθρεψαν και που τους χρωστούσαμε. Γιατί πάντα ο άνθρωπος κάπου χρωστάει.
Επίκληση στο συναίσθημα, στο σεβασμό μα πάνω από όλα στην ευγνωμοσύνη. Στο γονιό που στερήθηκε, που ονειρεύτηκε με βάση τα δικά του δεδομένα, που προγραμμάτισε και που με κάποιον τρόπο «διέταξε» και δρομολόγησε.
14 χρόνια μετά, σύμφωνοι με τις κοινωνικές και γονικές επιταγές και οι δυο, με διπλώματα καδραρισμένα σε τοίχους, βρεθήκαμε να ξαναπιάνουμε τα όνειρα από εκεί που τα αφήσαμε.
Εκείνος
ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Όσο για μένα, όταν τα πόδια δε χορεύουν, με διαβάζετε. Έχουμε συστηθεί, γνωριζόμαστε πλέον καλά.
Αργήσαμε λίγο να κυνηγήσουμε τα όνειρα μας, ίσως να πιστέψαμε στις ώρες της μεγάλης μας απαισιοδοξίας πως τα είχαμε παντοτινά χάσει, αλλά όχι.
Ήταν απλά όνειρα που αφήσαμε μισά.
Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν μέσα μας είχαν πια αποσαφηνιστεί τα «πρέπει» και τα «μην» αυτού του κόσμου, που γεννήθηκε με χίλια στόματα για να μιλάνε όλα, κάναμε αυτό που μας υπαγόρευε το μέσα μας.
Ίσως δε γεννηθήκαμε επαναστάτες.
Ίσως και να είναι λίγοι αυτοί που μπορούν να πατήσουν πόδι και να διεκδικήσουν, κόντρα σε όλους, αυτό που αλήθεια επιθυμούν.
Αυτοί που έχουν απαρασάλευτα μέσα τους δεμένο το όνειρο. Που το υπερασπίζονται και γίνονται οι μαχητές του.
Αλλά είναι και πολλοί που δεν μπορούν να το κάνουν. Όπως εγώ, όπως εκείνος, όπως ενδεχομένως και πολλοί από σας.
Είμαστε εμείς, που αφήσαμε όνειρα μισά. Μα που ποτέ δεν τα ξεχάσαμε.
Κάναμε το χρέος μας απέναντι σε όσα η λογική μας υπαγόρευε, μεγαλώσαμε οικογένειες, παιδιά, ευχαριστήσαμε γονείς και σόγια, αποκατασταθήκαμε.
Κι ήρθε κάποια στιγμή, που στο γύρισμα προς τον καθρέφτη, είδαμε μια μικρή σπίθα να λάμπει στα μάτια μας.
Ένα άτακτο παιχνίδισμα που μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι.
Είναι
το σήμα πως το παιχνίδι ξεκινά ξανά.
Πως κανένα όνειρο δεν πεθαίνει, αν εμείς οι ίδιοι δεν το σκοτώσουμε. Αν δεν το ξεχάσουμε. Ό,τι αφήσαμε στη μέση θα έρθει η στιγμή που θα το ολοκληρώσουμε. Θα επιστρέψουμε στον τόπο των πιο όμορφων, των πιο γλυκών, νεανικών ή μη ελπίδων μας και θα το ολοκληρώσουμε.
Γιατί τα όνειρα φτιάχτηκαν με υπομονή. Και μας περιμένουν.
Και ποτέ δεν ησυχάζουν αν δεν ολοκληρωθούν.
Κι εδώ
που τα λέμε και πολύ καλά κάνουν.
diaforetiko
Via