η μόνη ανέφελη περίοδος της
ζωής του μέσου ενήλικα.
Η φοιτητική ζωή είναι, πιθανότατα, η μόνη περίοδος που νοσταλγεί ο μέσος
ενήλικας ειλικρινά –ήτοι, χωρίς να την έχει ωραιοποιήσει. Μπορεί να
χαμογελάτε στην σκέψη του πρώτου εφηβικού σας έρωτα, αλλά αρκεί η
ανάμνηση των ανεξέλεγκτων ορμονών που χάριζαν τεράστια σπυράκια στο
πρόσωπό σας και του καθημερινού διαβάσματος για το σχολείο, για να
μετριάσει τη νοσταλγία σας. Ή μπορεί να διηγείστε γελώντας ιστορίες από
το στρατό, αλλά σίγουρα παραλείπετε εκείνες τις πρώτες μέρες, τα καψόνια
και τις αγγαρείες. Αν
το καλοσκεφτείτε, τα φοιτητικά χρόνια είναι η μόνη ανέφελη περίοδος της
ζωής του μέσου ενήλικα. Είναι, επίσης, η μόνη περίοδος κατά την οποία
δικαιούται να μην κάνει απολύτως τίποτα, να κλείνει οχτάωρα μπροστά στην
οθόνη του υπολογιστή χωρίς να νιώθει άσχημα (και χωρίς να πληρώνεται)
γι’ αυτό, να διαθέτει οκτώ ή δέκα ή δώδεκα συνεχόμενες ώρες για να δει
τους φίλους του και να αγνοεί την ημερομηνία, την ώρα και τα ονόματα των
στελεχών της κυβέρνησης. Και, βέβαια, είναι η περίοδος κατά την οποία
το σημαντικότερο πρόβλημα είναι το ότι τον έχουν καλέσει σε τρία πάρτι
το ίδιο βράδυ, και δεν θέλει να στεναχωρήσει κανέναν –η δε μεγαλύτερη
«καταστροφή» είναι, ας πούμε, ένας χωρισμός από μια «μακροχρόνια» σχέση
δέκα μηνών.
Και αλήθεια, τώρα, μετά απ’ όλα αυτά αναρωτιέστε τι θα μπορούσε να μας λείπει από τα φοιτητικά μας χρόνια; Ας είναι.
Ο άπλετος ελεύθερος χρόνος: Ελεύθερα
πρωινά. Ελεύθερα μεσημέρια. Ελεύθερα απογεύματα. Ελεύθερα βράδια.
Ελεύθερες μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Η υπέροχη αίσθηση του να
ξυπνάς το πρωί και να μην «πρέπει» να κάνεις απολύτως τίποτα –ακόμη πιο
υπέροχη μετά από εξεταστικές περιόδους και κατά τη διάρκεια καταλήψεων,
όπου το «να πάω καμιά βόλτα μέχρι τη σχολή;» δεν υφίσταται καν σαν
ρητορικό ερώτημα.
Η «νομιμοποίηση» αυτού του άπλετου ελεύθερου χρόνου: Πολύ
απολαυστικότερο από το να μην έχεις να κάνεις απολύτως τίποτα, είναι
ότι αυτό είναι φυσιολογικό. Διότι άπλετο ελεύθερο χρόνο είχαμε, ας
πούμε, κι εκείνη την μακρά περίοδο ανεργίας μετά την ορκωμοσία. Εκείνον,
όμως, δεν τον απολαμβάναμε, γιατί δεν τον «δικαιούμασταν». Δεν ήμασταν
πια χαριτωμένοι 20χρονοι φοιτητές που «διαβάζουν τα παιδιά, τι άλλο θες
να κάνουν;», αλλά άνεργοι που μετρούσαμε αντίστροφα τις μέρες μέχρι να
αποκτήσουμε υποχρεώσεις, και να αρχίσουμε να νοσταλγούμε την φοιτητική
μας ζωή.
Οι 8ωροι καφέδες: Τα νέα δεν
ανταλλάσσονταν ψιθυριστά σε τηλεφωνήματα των είκοσι δευτερολέπτων έξω
από την αίθουσα συσκέψεων, αλλά επάνω από αχνιστές κούπες καφέ σε
αναπαυτικούς καναπέδες που βούλιαζαν από την πολύωρη παραμονή μας. Κι
αυτό δεν συνέβαινε μόνο επειδή είχαμε άπλετο χρόνο στη διάθεσή μας, αλλά
επειδή κάθε νέο –η σημαντικότητα του οποίου ποικίλλε, από δύο βλέμματα
που ανταλλάχθηκαν μέσα σε κάποιο αμφιθέατρο μέχρι μια καινούρια σχέση–
έχρηζε τουλάχιστον τρίωρης ανάλυσης.
Το να πηγαίνουμε για ύπνο (και όχι να ξυπνάμε) στις 8.00 το πρωί: Όπως
επίσης και το να φτιάχνουμε καφέ στις 4.00 το πρωί, να τρώμε
μεσημεριανό στις 7.00 το απόγευμα και να παίρνουμε τηλέφωνο τους φίλους
μας για να ‘ρθουν απ’ το σπίτι τα Μεσάνυχτα. Γενικώς, η πεποίθηση ότι η
σύμβαση του χρόνου (της ημέρας, της νύχτας, της εβδομάδας, των ωρών...)
ισχύει για κάποιους άλλους, σε ένα παράλληλο σύμπαν –όχι για εμάς.
Η υπεροψία μας απέναντι στα χρήματα:
Δεν τα χρειαζόμασταν. Δεν είχαμε μάθει να τα ξοδεύουμε. Δεν
αγχωνόμασταν όταν τελείωναν. Και ήμασταν εκατό τοις εκατό πεπεισμένοι
ότι δεν φέρνουν την ευτυχία. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως δεν είχαμε
λογαριασμούς να πληρώσουμε και πως η ακριβότερη επιθυμία μας ήταν ένα
κοκτέιλ σε ένα μπαρ.
Ο καινούριος κόσμος που έκρυβε κάθε τέχνη: Κάθε
καινούρια ταινία ήταν εν δυνάμει «αποκάλυψη», κάθε καινούριο βιβλίο
υποψήφιο για τη λίστα με τους αγαπημένους μας συγγραφείς, κάθε νέο είδος
μουσικής θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση στα playlists μας. Είναι
απίστευτο πόσο πιο ενδιαφέρουσες είναι οι τέχνες όταν δεν έχεις ακόμα
αποκτήσει παγιωμένα «γούστα» και «αντιλήψεις».
Ο καινούριος κόσμος, γενικώς:
Όχι ότι η ζωή δεν μπορεί να σε εκπλήξει –και το κάνει, γενικώς– και
όταν είσαι, 30, 40 ή 50 χρονών. Απλά τότε το έκανε συχνότερα. Γιατί, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, ό,τι και αν συνέβαινε δεν είχε ξανασυμβεί –εξ ου
και οι τρίωρες αναλύσεις του παραμικρού «νέου» που λέγαμε παραπάνω.
Συνέβαλλε σε αυτό τα μέγιστα και η τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής: το
πρώτο φοιτητικό σπίτι, οι πρώτες αποφάσεις που λαμβάναμε εξ ολοκλήρου
μόνοι μας, οι πρώτες διακοπές άνοιγαν μπροστά μας έναν ολόκληρο κόσμο
δυνατοτήτων, όπου κυριαρχούσε...
η αίσθηση ότι μπορούν να γίνουν τα πάντα: Για την ακρίβεια, ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Και ότι, σε λίγα χρόνια, θα τα κάνουμε. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε;
Via
ζωής του μέσου ενήλικα.
Η φοιτητική ζωή είναι, πιθανότατα, η μόνη περίοδος που νοσταλγεί ο μέσος
ενήλικας ειλικρινά –ήτοι, χωρίς να την έχει ωραιοποιήσει. Μπορεί να
χαμογελάτε στην σκέψη του πρώτου εφηβικού σας έρωτα, αλλά αρκεί η
ανάμνηση των ανεξέλεγκτων ορμονών που χάριζαν τεράστια σπυράκια στο
πρόσωπό σας και του καθημερινού διαβάσματος για το σχολείο, για να
μετριάσει τη νοσταλγία σας. Ή μπορεί να διηγείστε γελώντας ιστορίες από
το στρατό, αλλά σίγουρα παραλείπετε εκείνες τις πρώτες μέρες, τα καψόνια
και τις αγγαρείες. Αν
το καλοσκεφτείτε, τα φοιτητικά χρόνια είναι η μόνη ανέφελη περίοδος της
ζωής του μέσου ενήλικα. Είναι, επίσης, η μόνη περίοδος κατά την οποία
δικαιούται να μην κάνει απολύτως τίποτα, να κλείνει οχτάωρα μπροστά στην
οθόνη του υπολογιστή χωρίς να νιώθει άσχημα (και χωρίς να πληρώνεται)
γι’ αυτό, να διαθέτει οκτώ ή δέκα ή δώδεκα συνεχόμενες ώρες για να δει
τους φίλους του και να αγνοεί την ημερομηνία, την ώρα και τα ονόματα των
στελεχών της κυβέρνησης. Και, βέβαια, είναι η περίοδος κατά την οποία
το σημαντικότερο πρόβλημα είναι το ότι τον έχουν καλέσει σε τρία πάρτι
το ίδιο βράδυ, και δεν θέλει να στεναχωρήσει κανέναν –η δε μεγαλύτερη
«καταστροφή» είναι, ας πούμε, ένας χωρισμός από μια «μακροχρόνια» σχέση
δέκα μηνών.
Και αλήθεια, τώρα, μετά απ’ όλα αυτά αναρωτιέστε τι θα μπορούσε να μας λείπει από τα φοιτητικά μας χρόνια; Ας είναι.
Ο άπλετος ελεύθερος χρόνος: Ελεύθερα
πρωινά. Ελεύθερα μεσημέρια. Ελεύθερα απογεύματα. Ελεύθερα βράδια.
Ελεύθερες μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Η υπέροχη αίσθηση του να
ξυπνάς το πρωί και να μην «πρέπει» να κάνεις απολύτως τίποτα –ακόμη πιο
υπέροχη μετά από εξεταστικές περιόδους και κατά τη διάρκεια καταλήψεων,
όπου το «να πάω καμιά βόλτα μέχρι τη σχολή;» δεν υφίσταται καν σαν
ρητορικό ερώτημα.
Η «νομιμοποίηση» αυτού του άπλετου ελεύθερου χρόνου: Πολύ
απολαυστικότερο από το να μην έχεις να κάνεις απολύτως τίποτα, είναι
ότι αυτό είναι φυσιολογικό. Διότι άπλετο ελεύθερο χρόνο είχαμε, ας
πούμε, κι εκείνη την μακρά περίοδο ανεργίας μετά την ορκωμοσία. Εκείνον,
όμως, δεν τον απολαμβάναμε, γιατί δεν τον «δικαιούμασταν». Δεν ήμασταν
πια χαριτωμένοι 20χρονοι φοιτητές που «διαβάζουν τα παιδιά, τι άλλο θες
να κάνουν;», αλλά άνεργοι που μετρούσαμε αντίστροφα τις μέρες μέχρι να
αποκτήσουμε υποχρεώσεις, και να αρχίσουμε να νοσταλγούμε την φοιτητική
μας ζωή.
Οι 8ωροι καφέδες: Τα νέα δεν
ανταλλάσσονταν ψιθυριστά σε τηλεφωνήματα των είκοσι δευτερολέπτων έξω
από την αίθουσα συσκέψεων, αλλά επάνω από αχνιστές κούπες καφέ σε
αναπαυτικούς καναπέδες που βούλιαζαν από την πολύωρη παραμονή μας. Κι
αυτό δεν συνέβαινε μόνο επειδή είχαμε άπλετο χρόνο στη διάθεσή μας, αλλά
επειδή κάθε νέο –η σημαντικότητα του οποίου ποικίλλε, από δύο βλέμματα
που ανταλλάχθηκαν μέσα σε κάποιο αμφιθέατρο μέχρι μια καινούρια σχέση–
έχρηζε τουλάχιστον τρίωρης ανάλυσης.
Το να πηγαίνουμε για ύπνο (και όχι να ξυπνάμε) στις 8.00 το πρωί: Όπως
επίσης και το να φτιάχνουμε καφέ στις 4.00 το πρωί, να τρώμε
μεσημεριανό στις 7.00 το απόγευμα και να παίρνουμε τηλέφωνο τους φίλους
μας για να ‘ρθουν απ’ το σπίτι τα Μεσάνυχτα. Γενικώς, η πεποίθηση ότι η
σύμβαση του χρόνου (της ημέρας, της νύχτας, της εβδομάδας, των ωρών...)
ισχύει για κάποιους άλλους, σε ένα παράλληλο σύμπαν –όχι για εμάς.
Η υπεροψία μας απέναντι στα χρήματα:
Δεν τα χρειαζόμασταν. Δεν είχαμε μάθει να τα ξοδεύουμε. Δεν
αγχωνόμασταν όταν τελείωναν. Και ήμασταν εκατό τοις εκατό πεπεισμένοι
ότι δεν φέρνουν την ευτυχία. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως δεν είχαμε
λογαριασμούς να πληρώσουμε και πως η ακριβότερη επιθυμία μας ήταν ένα
κοκτέιλ σε ένα μπαρ.
Ο καινούριος κόσμος που έκρυβε κάθε τέχνη: Κάθε
καινούρια ταινία ήταν εν δυνάμει «αποκάλυψη», κάθε καινούριο βιβλίο
υποψήφιο για τη λίστα με τους αγαπημένους μας συγγραφείς, κάθε νέο είδος
μουσικής θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση στα playlists μας. Είναι
απίστευτο πόσο πιο ενδιαφέρουσες είναι οι τέχνες όταν δεν έχεις ακόμα
αποκτήσει παγιωμένα «γούστα» και «αντιλήψεις».
Ο καινούριος κόσμος, γενικώς:
Όχι ότι η ζωή δεν μπορεί να σε εκπλήξει –και το κάνει, γενικώς– και
όταν είσαι, 30, 40 ή 50 χρονών. Απλά τότε το έκανε συχνότερα. Γιατί, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, ό,τι και αν συνέβαινε δεν είχε ξανασυμβεί –εξ ου
και οι τρίωρες αναλύσεις του παραμικρού «νέου» που λέγαμε παραπάνω.
Συνέβαλλε σε αυτό τα μέγιστα και η τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής: το
πρώτο φοιτητικό σπίτι, οι πρώτες αποφάσεις που λαμβάναμε εξ ολοκλήρου
μόνοι μας, οι πρώτες διακοπές άνοιγαν μπροστά μας έναν ολόκληρο κόσμο
δυνατοτήτων, όπου κυριαρχούσε...
η αίσθηση ότι μπορούν να γίνουν τα πάντα: Για την ακρίβεια, ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Και ότι, σε λίγα χρόνια, θα τα κάνουμε. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε;
Via